λαδερό

λαδερό
το
το ελαιοδοχείο, το λαδωτήρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαδερό — το βλ. λαδερός …   Dictionary of Greek

  • -ερός — ή, ό (AM ερός, ά, όν) 1. παραγωγικό επίθημα επιθέτων που σημαίνει πλησμονή, π.χ. θλιβερός, βροχερός, φθονερός κ.λπ. 2. στο ουδ. ουσιαστικών σημαίνει το όργανο ή το δοχείο όπου περιέχεται αυτό που δηλώνει το θέμα, π.χ. πατερό (ο ληνός, το… …   Dictionary of Greek

  • αγκιναροκούκια — τα λαδερό φαγητό από φρέσκα κουκιά και αγκινάρες …   Dictionary of Greek

  • ελαιοδοχείο — το δοχείο όπου τοποθετείται ειδικά λάδι, δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό …   Dictionary of Greek

  • ελαιοφόρος — α, ο (AM ἐλαιοφόρος, ον) (για περιοχή ή τόπο) αυτός που παράγει ελιές ή λάδι, ελαιοπαραγωγός, ελαιόφυτος νεοελλ. 1. (για δοχεία ή αγγεία) ο προορισμένος να δέχεται λάδι 2. δοχείο λαδιού, λαδερό, λαδικό μσν. 1. είδος γερακιού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ …   Dictionary of Greek

  • λαδερός — ή, ό (Μ λαδερός, ή, ό) [λάδι] αυτός που περιέχει λάδι, ελαιώδης νεοελλ. 1. λαδής, ελαιόχρωμος 2. λιπαρός 3. (για φαγητά) παρασκευασμένος με λάδι, νηστήσιμος 4. το ουδ. ως ουσ. το λαδερό α) δοχείο με στενό στόμιο εκροής, το οποίο περιέχει λάδι και …   Dictionary of Greek

  • λαδικό — Πεδινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 90 μ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 18 χλμ. ΝΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκιλλούντος. * * * το [λάδι] 1. λαδερό 2. μτφ. φλύαρη και… …   Dictionary of Greek

  • λαδορόι — το δοχείο λαδιού, ελαιορρόη, λαδερό, λαδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάδι + ροΐ] …   Dictionary of Greek

  • λαδωτήρι — μικρό δοχείο ορυκτελαίου με ειδικό σωληνοειδές στόμιο για τη λίπανση μηχανών, λαδικό, λαδερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαδώνω + κατάλ. τήρι (πρβλ. σουρω τήρι, στεγνω τήρι)] …   Dictionary of Greek

  • φασολάκι — και φασουλάκι, το, Ν [φασόλι / φασούλι] 1. υποκορ. τ. τού φασόλι 2. συν. στον πληθ. τα φασολάκια και φασουλάκια α) οι χλωροί καρποί τής φασολιάς («τα φασολάκια ήταν ακριβά σήμερα στη λαϊκή») β) λαδερό φαγητό που γίνεται με χλωρούς καρπούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”